νεοπλατωνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο νεοπλατωνισμό ή είναι οπαδός του νεοπλατωνισμού (βλ. λ.): Ο σπουδαιότερος από τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους είναι ο Πλωτίνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συριανός — Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια, που έζησε γύρω στο τέλος του 4ου και τις αρχές του 5ου μ.Χ. αι. Είχε φοιτήσει κοντά στο νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλούταρχο στην Αθήνα. Ο Σ. υπήρξε δάσκαλος του Πρόκλου, που και τον διαδέχτηκε στη… … Dictionary of Greek
Χαλκίδιος — Νεοπλατωνικός φιλόσοφος και γραμματικός. Έζησε τον 4o αι. π.Χ. Το κυριότερο έργο του είναι η μετάφρασή του στα λατινικά του Τιμαίου του Πλάτωνα, που συνοδεύεται και από σχόλια … Dictionary of Greek
Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… … Dictionary of Greek
Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… … Dictionary of Greek
Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και … Dictionary of Greek
Αιδέσιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Χριστιανός ιεραπόστολος (4ος αι. μ.Χ.). Αδελφός του Φρουμεντίου, επίσκοπου της Αβησσυνίας. Το 330 μ.Χ. τα δυο αδέλφια ταξίδεψαν μαζί με τον φιλόσοφο θείο τους Μερόπιο στις Ινδίες, όπου αιχμαλωτίστηκαν από τους… … Dictionary of Greek
Αινείας ο Γαζαίος — (5ος αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός ρήτορας. Δίδαξε τη ρητορική στη Γάζα. Στο σύγγραμμά του Θεόφραστος ήτοι περί αθανασίας ψυχών και αναστάσεως σωμάτων διάλογος, καταπολεμά τη θεωρία της προΰπαρξης των ψυχών και υποστηρίζει την ανάσταση των σωμάτων.… … Dictionary of Greek